Στομφώδης Συνώνυμα


Στομφώδης Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ξιπασμένος, φουσκωμένα, μεγαλοπρεπή, επιτηδευμένες, πομπώδης, επηρεάζονται, λουλουδένιο, επιδεικτικό, εξωφρενικές, μεγαλόσχημο, φουσκωμένες, παραφουσκωμένες.
Στομφώδης Συνώνυμο συνδέσεις: ξιπασμένος, μεγαλοπρεπή, πομπώδης, εξωφρενικές, φουσκωμένες, παραφουσκωμένες,

Στομφώδης Αντώνυμα