Σαλιαρίζω Συνώνυμα
Σαλιαρίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- ανοησίες, ντρίμπλα, το στόμα, σάλι, σιελόρροια, σούβλα.
- μωρολογία, φλυαρία, jabber, χλευαστής, το στόμα, blather, gabble, twaddle.
Σαλιαρίζω Συνώνυμο συνδέσεις: ανοησίες,
ντρίμπλα,
το στόμα,
σάλι,
σούβλα,
μωρολογία,
φλυαρία,
jabber,
το στόμα,
blather,