Προορίζεται Συνώνυμα


Προορίζεται Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εκ προθέσεως, σήμαινε, προγραμματίζεται, προμελετημένη, σχεδιαστεί, προβλέπεται, σκόπιμη, σπούδασε, υπολογισμένη, πείσμων, χειροτονήθηκε, θεόσταλτο.
Προορίζεται Συνώνυμο συνδέσεις: εκ προθέσεως, προμελετημένη, σκόπιμη, σπούδασε, πείσμων, θεόσταλτο,

Προορίζεται Αντώνυμα