Πιστόλι Συνώνυμα


Πιστόλι Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • πιστόλι, μικρό βραχίονα, περίστροφο, όπλο, αυτόματο.
Πιστόλι Συνώνυμο συνδέσεις: πιστόλι, όπλο, αυτόματο,