Πετυχαίνω Συνώνυμα


Πετυχαίνω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ολοκληρώσει, επίτευξη, εκτελέσει, απαλλαγή, αποστολή, εκτέλεση, παρενεγκε το ποτηριον, πετύχει, επικρατούν, φέρει να περάσει, να εφαρμοστούν στην πράξη, προβεί σε πάει από, να θέσει μέσα από, μεταφραστεί σε δράση, τραβήξει από.
Πετυχαίνω Συνώνυμο συνδέσεις: ολοκληρώσει, επίτευξη, απαλλαγή, αποστολή, εκτέλεση,