Περιφράσσω Συνώνυμα


Περιφράσσω Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • οδόφραγμα, περίφραγμα, πιο, φράχτη, εμπόδιο, πρόχωμα, στηθαίο.
  • φυλακή.
Περιφράσσω Συνώνυμο συνδέσεις: οδόφραγμα, περίφραγμα, φράχτη, εμπόδιο, στηθαίο, φυλακή,