Περιορισμένη Συνώνυμα


Περιορισμένη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • περιορισμένη, ελεγχόμενη, συγκρατημένη, ελέγχονται, περιορίζονται, ιδιαίτερες, δέσμια, σταθερό, ορίζεται, ιδίως, υπό όρους, μειωμένη.
  • υποχρεωτική.
Περιορισμένη Συνώνυμο συνδέσεις: περιορισμένη, δέσμια, σταθερό, υπό όρους, υποχρεωτική,

Περιορισμένη Αντώνυμα