Περικοπή Συνώνυμα


Περικοπή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • μείωση, συστολή, επιτομή, περικοπή, περισυλλογή, συμπίεση, συρρίκνωση, sag, πτώση, καταδύσεως, κάθετο, κατάδυση, παύση, διακοπή, στάση.
Περικοπή Συνώνυμο συνδέσεις: μείωση, συστολή, επιτομή, περικοπή, συμπίεση, sag, πτώση, κάθετο, κατάδυση, παύση, διακοπή, στάση,

Περικοπή Αντώνυμα