Πεποίθηση Συνώνυμα
Πεποίθηση Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- αποδοχή, πίστη, εξάρτηση, εμπιστοσύνη, υπόθεση, αλήθεια, πιστωτική, πειθώ, βεβαιότητα.
- θρήσκευμα, πιστευω, πεποίθηση, γνώμη, άποψη, δόγμα, συμπέρασμα, απόφαση, κατασκεύασμα, ευαγγέλιο, υπόθεση, ιδεολογία, ορθοδοξίας.