Πενθούντες Συνώνυμα


Πενθούντες Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • χήροι, ορφανά, σε πένθος, θλίψη που επλήγησαν, έρημο, απαρηγόρητος, αγωνιώδη, καρδίαν, heavyhearted.
Πενθούντες Συνώνυμο συνδέσεις: θλίψη που επλήγησαν, έρημο, απαρηγόρητος, καρδίαν, heavyhearted,