Πατρίδα Συνώνυμα


Πατρίδα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • χώρα, πατρίδα, γενέτειρα, παλιά χώρα.
Πατρίδα Συνώνυμο συνδέσεις: πατρίδα,