Παραλείποντας Συνώνυμα


Παραλείποντας Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • foible, σφάλμα, κατά συνθήκη αδίκημα, αδυναμία, ατέλεια, ελάττωμα.
Παραλείποντας Συνώνυμο συνδέσεις: foible, σφάλμα, κατά συνθήκη αδίκημα, αδυναμία, ελάττωμα,

Παραλείποντας Αντώνυμα