Παράθυρο Συνώνυμα


Παράθυρο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • άνοιγμα, κενό, διάφραγμα, πύλη, υποδοχή, στόμιο, θεατής, λεωφόρος, προσοφθάλμιο, πέρασμα, κανάλι, είσοδο.
Παράθυρο Συνώνυμο συνδέσεις: κενό, διάφραγμα, πύλη, υποδοχή, στόμιο, θεατής, λεωφόρος, πέρασμα, κανάλι, είσοδο,