Ξύσμα Συνώνυμα


Ξύσμα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • χαρά, απόλαυση, συγκίνηση, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, νοστιμιά, gusto, προθυμία, όρεξη, ικανοποίηση, ζωή.
Ξύσμα Συνώνυμο συνδέσεις: χαρά, απόλαυση, συγκίνηση, gusto, προθυμία, όρεξη, ικανοποίηση, ζωή,

Ξύσμα Αντώνυμα