Ντουλάπα Συνώνυμα


Ντουλάπα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • armoire, ντουλάπι, clothespress, στήθος, καταψύκτες, γραφείο.
  • ενδυμασία, ενδυμα, ρούχα, ένδυμα, προικός είδη, στολή, κοστούμι, σύνολο, togs, getup, ενδύματα, φόρεμα.
Ντουλάπα Συνώνυμο συνδέσεις: ντουλάπι, γραφείο, ενδυμασία, ενδυμα, ρούχα, ένδυμα, προικός είδη, στολή, κοστούμι, σύνολο, togs, getup, φόρεμα,