Νησιωτική Συνώνυμα


Νησιωτική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • απομονωμένες, μόνωση, τοπικιστικά, επαρχιακό, μοναχικό, οριοθετείται, περιορισμένη, περιορισμένο, περιορίζεται, cloistered, στενό, στενόμυαλος, υιοθετεί μία συμπεριφορά αυτοκαταστροφική, μικροπρεπείς, δυσανεξία.
Νησιωτική Συνώνυμο συνδέσεις: τοπικιστικά, επαρχιακό, περιορισμένη, cloistered, υιοθετεί μία συμπεριφορά αυτοκαταστροφική, δυσανεξία,

Νησιωτική Αντώνυμα