Νευροκαβαλίκεμα Συνώνυμα


Νευροκαβαλίκεμα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • σπασμός, σπασμοί, συστολή, κράμπα, σύσπαση, οξύς πόνος, λόξα, πόνο, οξύς.
Νευροκαβαλίκεμα Συνώνυμο συνδέσεις: σπασμοί, συστολή, σύσπαση, οξύς πόνος, λόξα,