Νευρικό Συνώνυμα


Νευρικό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ευερέθιστος, υψηλής αρμαθιές, τεταμένη, ανήσυχος, νευρικός, νευρωτικός, στραγγιστό, δειλός, disquieted, εκνευρισμού.
Νευρικό Συνώνυμο συνδέσεις: ευερέθιστος, υψηλής αρμαθιές, τεταμένη, ανήσυχος, νευρικός, δειλός,

Νευρικό Αντώνυμα