Μωρός Συνώνυμα


Μωρός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ανόητο, ηλίθιο, αργή, καθυστερημένο, χαζός, ρηχό, αμβλεία, μικρόνους, half-witted, addlebrained.
Μωρός Συνώνυμο συνδέσεις: ανόητο, ηλίθιο, αργή, χαζός, αμβλεία, μικρόνους, half-witted, addlebrained,

Μωρός Αντώνυμα