Μυωπία Συνώνυμα


Μυωπία Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • μυωπικός, κοντόφθαλμη.

Μυωπία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • μυωπία, άμβλυνση, βλακεία, τύφλωση, ακατανοησία, αναισθησία, fatuity, ανοησία, τρέλα.
Μυωπία Συνώνυμο συνδέσεις: μυωπία, βλακεία, ανοησία, τρέλα,

Μυωπία Αντώνυμα