Μονοπωλιακή Συνώνυμα


Μονοπωλιακή Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αποκλειστική, προνομιακή, μη ανταγωνιστική, περιοριστικά, προσωπικό.
Μονοπωλιακή Συνώνυμο συνδέσεις: περιοριστικά,

Μονοπωλιακή Αντώνυμα