Μη Εργάσιμος Συνώνυμα


Μη Εργάσιμος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ανέργων, έξω από την εργασία, σε αδράνεια, άνεργοι, απολύθηκαν, ανενεργό, αποσύρθηκε, στην ελευθερία, στην ανεργία.
Μη Εργάσιμος Συνώνυμο συνδέσεις: σε αδράνεια, άνεργοι, ανενεργό,

Μη Εργάσιμος Αντώνυμα