Μειώσει Συνώνυμα


Μειώσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • μείωση, συρρικνωθεί, μειώνει, περιορισμό, μειώνεται, μειώνονται, μετριάσει, σύμβαση, φθίνει, υποχωρούν, διαβρώσει, άνεμος κάτω, deescalate, σταδιακή κατάργηση.
Μειώσει Συνώνυμο συνδέσεις: μείωση, συρρικνωθεί, φθίνει, υποχωρούν, διαβρώσει, άνεμος κάτω, deescalate, σταδιακή κατάργηση,

Μειώσει Αντώνυμα