Λόγω Συνώνυμα


Λόγω Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • δεόντως, εκκρεμή, πριν από την καταβολή, πληρωτέα, άστατος, οφειλόμενα, καθυστερήσει, χρεώνονται.
Λόγω Συνώνυμο συνδέσεις: δεόντως, άστατος,

Λόγω Αντώνυμα