Λιωμένο Συνώνυμα


Λιωμένο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • λιωμένο, υγροποιημένο, τηγμένος, εύτηκτο, κόκκινο καυτό.
Λιωμένο Συνώνυμο συνδέσεις: λιωμένο,

Λιωμένο Αντώνυμα