Λειτουργούσες Συνώνυμα


Λειτουργούσες Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • δεύτερης κατηγορίας.
Λειτουργούσες Συνώνυμο συνδέσεις: δεύτερης κατηγορίας,