Κοκαλώσει Συνώνυμα


Κοκαλώσει Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • συντηρητική.

Κοκαλώσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • λίζα, να αντισταθεί, κρατήσου.
Κοκαλώσει Συνώνυμο συνδέσεις: κρατήσου,