Κλοπή Συνώνυμα


Κλοπή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • κλοπή, ληστεία, κλεψιά, διάρρηξη, λεηλασίες, κλοπές σε καταστήματα, κλοπών, purloining, filching.
  • κλοπή, υπεξαίρεση, πίστωση, peculation, εξαπάτηση, απάτη, μαδούν, διάρρηξη, ληστεία.
Κλοπή Συνώνυμο συνδέσεις: κλοπή, ληστεία, κλεψιά, κλοπή, υπεξαίρεση, εξαπάτηση, απάτη, ληστεία,