Καυχώνται Συνώνυμα


Καυχώνται Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • κομπορρημοσύνη, επαίρεται, boastfulness, καυχηθεί, bombast, gasconade, νταηλίκι, καυχησιάρη, ψηλό μιλάμε, θερμού αέρα, φυσικού αερίου, κουκέτα, ψάρια ιστορία.

Καυχώνται Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • καυχιέμαι, χαιρεκακία, μιλήσετε μεγάλο, να φυσήξει κάποιου κέρατο, κοράκι, ριπή, vaunt, χαίρω πολύ, δόξα, να μανία, να ανθίσει, κορδόνομαι.
Καυχώνται Συνώνυμο συνδέσεις: κομπορρημοσύνη, επαίρεται, bombast, gasconade, νταηλίκι, θερμού αέρα, κουκέτα, χαιρεκακία, κοράκι, ριπή, χαίρω πολύ, κορδόνομαι,