Καθυστερημένη Συνώνυμα
Καθυστερημένη Συνώνυμα Επίθετο μορφή
- αργά, αναχρονιστικός, καθυστερήσει, αναβλητικότητα, καθυστερημένη, αργοπορημένος.
- αργή, χαλαρό, αποχαυνωτικά, αργοκίνητο, υφέρπουσα, σέρνεται, έπρεπ, μαραζώνουν.
- σαπουνόφουσκα, τέλη, αργή, πίσω από το χρόνο, καθυστερημένη, αναχρονιστικός, αναβλητικότητα, αμέλεια.