Εφαλτήριο Συνώνυμα


Εφαλτήριο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • μέσα, τρόπος, μέθοδος, έρεισμα, μονοπάτι, ανελκυστήρα, ενίσχυση, ώθηση, γέφυρα, μέσο, ευκαιρία, πλεονέκτημα, ορεκτικό, διαβατήριο, κανάλι.
Εφαλτήριο Συνώνυμο συνδέσεις: έρεισμα, μονοπάτι, ενίσχυση, ώθηση, γέφυρα, μέσο, ευκαιρία, πλεονέκτημα, κανάλι,

Εφαλτήριο Αντώνυμα