Ετοιμόρροπο Συνώνυμα


Ετοιμόρροπο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ερειπωμένο, ασταθείς, επισφαλής, κακοποιημένες, ξεχαρβαλωμένος, υπέργηρος, ετοιμόρροπο, ασταθής, πρόχειρη, καταρρέει.
  • ερειπωμένο, ξεχαρβαλωμένος, που υπάγονται, έρχονται χώρια, αποσύνθεσης, επισφαλής, jerrybuilt, ασταθείς, εξασθενημένη, ετοιμόρροπο, ανασφαλής, ετοιμόρροπος, καταρρέουν, brokendown.
Ετοιμόρροπο Συνώνυμο συνδέσεις: ερειπωμένο, ασταθείς, επισφαλής, ξεχαρβαλωμένος, υπέργηρος, ετοιμόρροπο, ασταθής, πρόχειρη, ερειπωμένο, ξεχαρβαλωμένος, επισφαλής, jerrybuilt, ασταθείς, ετοιμόρροπο, ανασφαλής,

Ετοιμόρροπο Αντώνυμα