Ερεθίζομαι Συνώνυμα


Ερεθίζομαι Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ερεθίσει, πιο άθλια, τρίβω, gall, gripe, ροκανίζουν, τρώνε μακριά.
  • φουντώνουν, suppurate, ληστειας.
Ερεθίζομαι Συνώνυμο συνδέσεις: ερεθίσει, gripe, ροκανίζουν, φουντώνουν, suppurate,

Ερεθίζομαι Αντώνυμα