Επιβάλλει Την Πειθαρχία Συνώνυμα


Επιβάλλει Την Πειθαρχία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αυταρχική.
Επιβάλλει Την Πειθαρχία Συνώνυμο συνδέσεις: αυταρχική,