Εξωτερικεύσει Συνώνυμα


Εξωτερικεύσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ενσωματώνουν.
Εξωτερικεύσει Συνώνυμο συνδέσεις: ενσωματώνουν,