Εξαθλιωμένη Συνώνυμα


Εξαθλιωμένη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • φτωχούς, άπορους, άποροι, φτώχεια, πτώχευση, έσπασε.
Εξαθλιωμένη Συνώνυμο συνδέσεις: άποροι, φτώχεια, πτώχευση, έσπασε,

Εξαθλιωμένη Αντώνυμα