Ενοχή Συνώνυμα


Ενοχή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • blameworthiness, ενοχής, reprehensibility, εγκληματικότητα, guiltiness, censurability.
  • ντροπή, ευθύνη, λάθος, κακό, προσβλητικότητα, κακία.
Ενοχή Συνώνυμο συνδέσεις: ενοχής, ντροπή, λάθος, κακό, κακία,

Ενοχή Αντώνυμα