Εμπόρου Συνώνυμα


Εμπόρου Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • καταστηματάρχης, tradeswoman, αποθηκευτή, έμπορος, πωλητής, πωλήτρια, επιχειρηματίας, λιανοπωλητής, προμηθευτής, hawker, αστών, καπιταλιστική.
Εμπόρου Συνώνυμο συνδέσεις: καταστηματάρχης, αποθηκευτή, πωλητής, πωλήτρια, hawker, καπιταλιστική,