Εμπόρευμα Συνώνυμα


Εμπόρευμα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • εμπορευμάτων, αρτοσκευάσματα, πράγμα, αντικείμενο, άρθρο, στοιχείο, προϊόν, κινητή περιουσία, εμπορεύματα, vendible, ακινήτων, μετοχών.
Εμπόρευμα Συνώνυμο συνδέσεις: πράγμα, άρθρο, στοιχείο, κινητή περιουσία, vendible,