Εμπόλεμο Συνώνυμα


Εμπόλεμο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εριστικός, εχθρικού, επίμαχο, πολεμοχαρής, εμπόλεμη, φιλόδικη, μαχητικός, επιθετική, πολεμική, προκλητικός, φιλόνικος, διαλεκτικός, νευρικός, μάχεται, πολεμοχαρείς, να πολεμήσει.
Εμπόλεμο Συνώνυμο συνδέσεις: εριστικός, επίμαχο, πολεμοχαρής, μαχητικός, επιθετική, πολεμική, προκλητικός, φιλόνικος, διαλεκτικός, νευρικός,

Εμπόλεμο Αντώνυμα