Εκ Προθέσεως Συνώνυμα


Εκ Προθέσεως Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • σκόπιμη, προγραμματισμένη, που προορίζονται, βουλητικός, σήμαινε, θεωρείται, με στόχο, κατευθυνόμενη, προμελετημένη, witting, υπολογίζεται.
Εκ Προθέσεως Συνώνυμο συνδέσεις: σκόπιμη, προμελετημένη, υπολογίζεται,

Εκ Προθέσεως Αντώνυμα