Δυσχερείς Συνώνυμα


Δυσχερείς Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αμηχανία, αναξιοπαθούντα, άποροι, περιορισμένη, περιορισμένο, δεμένο, τσιμπημένο, ενδεείς, έσπασε, πτώχευση, φτώχεια.
Δυσχερείς Συνώνυμο συνδέσεις: αμηχανία, αναξιοπαθούντα, άποροι, περιορισμένη, δεμένο, έσπασε, πτώχευση, φτώχεια,

Δυσχερείς Αντώνυμα