Δυσχέρεια Συνώνυμα


Δυσχέρεια Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • απόφραξη, εμπόδιο, μπλοκ, μπαρ, συμφόρηση, μαρμελάδα, παράκαμψη.
Δυσχέρεια Συνώνυμο συνδέσεις: εμπόδιο, μπλοκ, μπαρ, μαρμελάδα, παράκαμψη,