Δοσίλογη Συνώνυμα


Δοσίλογη Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • συνεργάτης, κουίσλιγκ, προδότης, αποστάτης, fraternizer, πέμπτο αρθρογράφος, αποστάτες, καιροσκόπος, οπορτουνιστική.
Δοσίλογη Συνώνυμο συνδέσεις: κουίσλιγκ, προδότης, αποστάτης, αποστάτες, οπορτουνιστική,