Δειλιάζω Συνώνυμα


Δειλιάζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • συρρικνωθεί, σύσπαση, αποσύρει, πίσω, ντροπαλός, υποχώρηση, μαζεύομαι, καταδυναστεύει, φαρέτρα, ορτύκια, ανάκρουση, blench, dodge, πάπια.
Δειλιάζω Συνώνυμο συνδέσεις: συρρικνωθεί, σύσπαση, πίσω, ντροπαλός, υποχώρηση, μαζεύομαι, φαρέτρα, ορτύκια, ανάκρουση, blench, dodge, πάπια,

Δειλιάζω Αντώνυμα