Γενεαλογία Συνώνυμα


Γενεαλογία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • καθόδου, γενεαλογία, γραμμή, παραγωγή, εξαγωγή, καταγωγή, σχέσεις συγγένειας εξ αίματος, οικογενειακό δέντρο, δέντρο, αποθεμάτων.
Γενεαλογία Συνώνυμο συνδέσεις: γενεαλογία, γραμμή, παραγωγή, καταγωγή, αποθεμάτων,