Γαντζώθηκε Συνώνυμα


Γαντζώθηκε Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • γοητευμένος, λαμβάνονται με, αφιερωμένο, ερωτευμένος, ensnared, ενεργοποιημένος.
  • εθισμένος, συνηθισμένο, αλιεύονται, παγιδευμένος.
Γαντζώθηκε Συνώνυμο συνδέσεις: αφιερωμένο, ερωτευμένος, εθισμένος, συνηθισμένο,