Βόθρο Συνώνυμα


Βόθρο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αποχέτευσης, νεροχύτη, φρεατίων, αποχωρητήριο, αγωγών, αγωγός, μάιν, χωματερή, σηπτική δεξαμενή.
Βόθρο Συνώνυμο συνδέσεις: νεροχύτη, αποχωρητήριο, αγωγός, χωματερή,