Βρεγμένος Συνώνυμα


Βρεγμένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • βρεγμένο, μούσκεμα, στάζει, μουσκεμένος, διαποτισμένος, υγρός, απεγνωσμένα υγρό, inundated.
Βρεγμένος Συνώνυμο συνδέσεις: μουσκεμένος, υγρός,

Βρεγμένος Αντώνυμα