Βασανίσει Συνώνυμα
Βασανίσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- πειράζω, δόλωμα, βασανίζει, ματαιώσει, γαργαλάω, τόνωση, προκαλούν, foil, διάφραγμα, παρακρατήσει, δελεάζουν, μαγεύω, οδηγήσει.
Βασανίσει Συνώνυμο συνδέσεις: πειράζω,
ματαιώσει,
γαργαλάω,
τόνωση,
προκαλούν,
διάφραγμα,
παρακρατήσει,
δελεάζουν,
μαγεύω,
οδηγήσει,